Έχω τον υπολογιστή ώρες ανοιχτό, και παλεύω να σκεφτώ έξω από το κουτί. Πέρα από τα καθιερωμένα. Τι να ρωτήσεις την Έρη Ρίτσου σε άλλη μία συνέντευξη, που να μην είναι φωτοτυπία της προηγούμενης. Τι δεν ξέρουμε για εκείνη. Νοιώθοντας τεράστια τιμή που μιλάω μαζί της, προσπαθώ να αποβάλω το βάρος και να επικεντρωθώ στο σημαντικό. Μιλάω με την Έρη Ρίτσου. Όχι με τον Γιάννη Ρίτσο. Φυσικά και μια κουβέντα με την κόρη ενός από τους μεγαλύτερους ποιητές της Ελλάδας (προσωπικά τον μεγαλύτερο, αλλά δεν έχουμε και ποιητόμετρο, απόψεις είναι αυτές), δεν μπορεί μοιραία να μείνει μακριά του, αλλά θα το επιχειρήσω.
Μονόγραμμα : Έρη καλημέρα. Πως σε βρίσκουμε ; Δεν θα ρωτήσω που, μιας και δεν νομίζω ότι αποχωρίζεσαι το αγαπημένο σου νησί, αλλά σε τι κατάσταση σε συναντάμε;
Ρίτσου : Σε ό,τι αφορά το «πού» έχεις δίκιο. Είμαι πάντα στο Καρλόβασι της Σάμου. Σε ό,τι αφορά το «πώς» θα έλεγα πως βιώνω ανεβοκατεβάσματα. Πάνω που πάω να χαρώ με κάτι, ένα παιδάκι διάβασε το τελευταίο παραμύθι μου και δήλωσε πως θα φυλάξει τα παραμύθια μου να τα διαβάζει στα παιδιά του, σκέφτομαι το τι ζούμε σ’ αυτή τη χώρα και μαυρίζει η ψυχή μου.
Μονόγραμμα : Αρχίζοντας δυστυχώς δεν μπορώ να αποφύγω το κλισέ. Με όνομα βαρύ σαν ιστορία. Πόσο δύσκολο είναι να κινηθείς στο λογοτεχνικό χώρο, έχοντας το επίθετο Ρίτσου; Νοιώθεις να ανοίγει πόρτες, ή να δημιουργεί συγκρίσεις (όχι προς το είδος, αλλά προς το ταλέντο) με τον πατέρα σου;
Ρίτσου : Το βαρύ όνομα που λες δε με αφορά. Το βάρος του αφορά τον ποιητή, ο οποίος και του το προσέδωσε. Εμένα απλώς μου έλαχε και μ’ αρέσει που είναι δισύλλαβο. Όσο για το αν ανοίγει πόρτες, αυτό εξαρτάται απ’ το αν χτυπά κανείς πόρτες και ζητά ν’ ανοίξουν. Δεν το έκανα ποτέ κι ούτε πρόκειται να το κάνω γιατί αν το έκανα δε θα σεβόμουν τους γεννήτορές μου που και οι δυο τους ήταν άνθρωποι περήφανοι κι έτσι με έμαθαν να είμαι και γω. Προσωπικά θεωρώ τις συγκρίσεις ανόητες. Καθένας μας κρίνεται γι’ αυτό που κάνει ο ίδιος κι άρα η δουλειά του κρίνεται “on its own merit” που λένε και οι Εγγλέζοι κι όχι σε σύγκριση με τη δουλειά οποιουδήποτε άλλου.
Μονόγραμμα: Θα ήθελα να σταθούμε λίγο στη δουλειά σου. Έχεις γράψει ήδη 10 βιβλία, 6 παιδικά, 4 ενηλίκων. Αρχικά νοιώθεις λίγο περισσότερο συγγραφέας παιδικών βιβλίων ή αστυνομικής λογοτεχνίας;
Ρίτσου : Αρχικά δε νιώθω καθόλου συγγραφέας. Εκτός απ’ τα παιδικά και τα αστυνομικά έχω γράψει και διηγήματα και ιστορικό (ας πούμε) μυθιστόρημα αλλά όλα αυτά εν είδη χόμπυ, για να διασκεδάζω εγώ. Αν αρέσουν σ’ όσους τα διαβάζουν, τόσο το καλύτερο, αυτό με κάνει εξαιρετικά ευτυχή δε με κάνει όμως συγγραφέα. Πιστεύω πως συγγραφέας είναι κάποιος που το γράψιμο του είναι απαραίτητο για την ύπαρξή του. Στην περίπτωσή μου δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Μια χαρά θα ζήσω το υπόλοιπο του βίου μου χωρίς να γράψω ούτε μιαν αράδα.
Μονόγραμμα : Από την τρυφερότητα του κόσμου των παιδιών, στην βιαιότητα του πραγματικού κόσμου, πόσο μάλλον της αστυνομικής λογοτεχνίας. Πόσο εύκολη είναι αυτή η λογοτεχνική μετάβαση;
Ρίτσου : Δε θα έλεγα πως πρόκειται για «μετάβαση». Θα έλεγα πως στην ουσία είναι μια απεικόνιση της ζωής έτσι όπως καθημερινά τρέχει. Γιατί έχει απ’ όλα η ζωή μας. Και τρυφερότητα και ζόρια. Κι όμορφες στιγμές και μαύρες. Μου φαίνεται λοιπόν απολύτως φυσιολογικό να γράφει κανείς κι έτσι κι αλλιώς ανάλογα με τη διάθεση που έχει κάθε στιγμή.
Μονόγραμμα : Ανοίγοντας μια παρένθεση και έχοντας στο νου μου ήδη την επόμενη ερώτηση, τι στοιχεία θεωρείς πως πρέπει να έχει ένας συγγραφέας για να γράψει παιδικό βιβλίο; Αρκεί για παράδειγμα μόνο το συγγραφικό ταλέντο, ή θα πρέπει να έχει και τα στοιχεία αυτά για να μπορεί να εισβάλει στον κόσμο των παιδιών;
Ρίτσου : Αρκεί να θυμηθούμε τον εαυτό μας ως παιδί. Αυτό φτάνει και περισσεύει για να μιλήσεις στα παιδιά. Θυμάμαι πως ως παιδί αυτό που σιχαινόμουνα περισσότερο (εκτός απ’ το να ζητάω συγγνώμη, πράγμα που θεωρούσα ύψιστη ταπείνωση) ήταν οι ξερές συμβουλές. Έτσι αποφεύγω να είμαι διδακτική στα παραμύθια μου. Ό,τι συμπέρασμα είναι να βγει, θα βγει απ’ την ίδια την ιστορία, και τα παιδιά είναι έξυπνα και συναισθηματικά και πιάνουν τα νοήματα χωρίς να χρειάζεται να γράψει κανείς «πρέπει».
Μονόγραμμα : Φυσικά η προηγούμενη μου ερώτηση είχε στο πίσω μέρος της, την περίπτωση του συγγραφέα παιδικής λογοτεχνίας που προφυλακίστηκε για παιδική πορνογραφία. Πως το σχολιάζεις ;
Ρίτσου : Τραγικό, σοκαριστικό και αδιανόητο σαν πρώτη αντίδραση. Μετά σκέφτεσαι «άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου» κι ενώ παραμένει τραγικό και σοκαριστικό παύει να είναι αδιανόητο.
Μονόγραμμα : Γίνεται από πολλούς, και στο χώρο των βιβλιοπωλών, μια κουβέντα κατά πόσο το έργο ενός συγγραφέα μπορεί να διαχωριστεί από το ποιόν του ανθρώπου. Τι πιστεύεις ;
Ρίτσου : Νομίζω πως το θέμα είναι λυμένο προ πολλού. Φασίστες ποιητές έγραψαν σπουδαία ποίηση, σαδιστές λογοτέχνες έγραψαν σπουδαία λογοτεχνία. Εκ των πραγμάτων το έργο διαχωρίζεται από το ποιόν του ανθρώπου. Το ιδανικό βέβαια θα ήταν να συμβαδίζει έργο και ζωή , όπως στην περίπτωση του Γιάννη Ρίτσου αλλά δε συμβαίνει πάντα.
Μονόγραμμα : Κλείνω την παρένθεση και επανέρχομαι. Το τελευταίο σου βιβλίο ενηλίκων εκδόθηκε το 2017. Ετοιμάζεις κάτι καινούριο;
Το τελευταίο μου παραμύθι «Η υπόσχεση του παιδιού» κυκλοφόρησε τον Ιούνιο που μας πέρασε από τις εκδόσεις Κέδρος. Έτσι για το 2022 είμαι καλυμμένη και οι φίλοι μου φωνάζουν λιγότερο που τεμπελιάζω!
Μονόγραμμα : Θα δοκίμαζες ποτέ να ασχοληθείς με την ποίηση;
Ρίτσου : Νομίζω πως στη χώρα της ποίησης δεν υπάρχει συμπατριώτης που να μην έχει ασχοληθεί μ’ αυτήν σε κάποια φάση του βίου του. Στα νιάτα μου το είχα διαπράξει και γω. Μάλιστα είχα στείλει στον μπαμπά ένα ποίημα που μου το επέστρεψε με πολλούς επαίνους αλλά διορθωμένο. Το διορθωμένο ήταν φυσικά απείρως καλύτερο αλλά δεν το αναγνώρισα ως δικό μου πια, τσατίστηκα αφάνταστα με τον μπαμπά που «μου το κατέστρεψε» και ορκίστηκα να μην ξαναγράψω ποτέ μου τίποτα που να έχει στίχους. Έτσι γράφω μόνο αποκριάτικα «γαμωτράγουδα». Α, και το τελευταίο μου παραμύθι έχει ομοιοκαταληξίες!
Μονόγραμμα : Είσαι άνθρωπος ιδιαίτερα ενεργός στα Social Media. Πως την αντιλαμβάνεσαι όλη αυτή τη «μόδα» της κοινωνικής δικτύωσης;
Ριτσου : Κατ΄αρχάς δε νομίζω πως πρόκειται για μόδα αλλά για φυσιολογική εξέλιξη με βάση τις προόδους της τεχνολογίας. Στη συνέχεια θα έλεγα πως όπως κάθε μέσο, ανάλογα με τη χρήση που του γίνεται, έχει τα καλά του και τα κακά του. Στο μέτρο που η κοινωνική δικτύωση μπορεί να εκφράζει κοινωνικές διαμαρτυρίες έχουμε δει πολλές υποθέσεις που θα πήγαιναν άπατες να έρχονται στο φως, ψεύδη να ανατρέπονται, κακοδικίες να επανεξετάζονται. Αναφέρω ενδεικτικά την καταδίκη της καθαρίστριας για παραποίηση ενδεικτικού της του Δημοτικού σχολείου και την υπόθεση της δολοφονίας του Ζακ Κωστόπουλου.
Μονόγραμμα : Ενεργή πολιτικά, υποψήφια στο παρελθόν με το ΚΚΕ. Πως την βλέπεις την εποχή μας; Θα μας πνίξει η ασχήμια ή θα αντισταθούμε; Ξεμπερδέψαμε με το φασισμό, ή η κοινωνία μας είναι μπολιασμένη με αρκετό σε διαφορετικές πτυχές της; Αισιοδοξείς για τις μέρες που έρχονται;
Ρίτσου : Η ασχήμια μας πνίγει αλλά αντιστεκόμαστε. Μπορεί οι δυνάμεις της ασχήμιας να είναι υπέρτερες αλλά αυτό δε σημαίνει πως είναι αήττητες. Η αντίσταση είναι αναγκαία προκειμένου κανείς να δηλώνει την ύπαρξή του. Διαφορετικά θα ήμασταν κλινικά νεκροί. Με τον φασισμό δεν ξεμπερδέψαμε ούτε και πρόκειται να ξεμπερδέψουμε γιατί ο φασισμός είναι μέρος του καπιταλισμού, σύμφυτος με αυτόν, και ενεργοποιείται εμφανέστερα κάθε φορά που ο καπιταλισμός, οι αστικές μας κοινωνίες, τον χρειάζονται. Όσο υπάρχουν άνθρωποι σκεπτόμενοι, αισιοδοξώ.
Μονόγραμμα : Οδεύοντας προς το φινάλε, θα σε ρωτήσω και για τον πατέρα σου. 32 χρόνια πλέον που έφυγε από κοντά μας. Ο χρόνος λένε είναι γιατρός, αλλά η απουσία του γονιού δεν νομίζω ότι συνηθίζεται ποτέ. Πόσο εύκολο είναι για σένα, αντί να ξεχνάς, να τον βλέπεις πάντα και παντού μπροστά σου; Σε ποσταρίσματα στα Social, στα ερωτικά μηνύματα των εραστών, στους πολιτικούς και κοινωνικούς αγώνες του λαού, στα τραγούδια των μεγάλων συνθετών μας. Είναι αλάτι στην πληγή ή ζεστή συντροφιά;
Ρίτσου : Η απουσία του γονιού αποτελεί ένα κενό. Ο πόνος υποχωρεί με το πέρασμα του χρόνου, το κενό πάντα παραμένει. Όταν νιώθω πολύ μόνη σκέφτομαι τους γονείς μου στο οικογενειακό τραπέζι, στα μπάνια μας στη θάλασσα, στις βόλτες μας, και τότε αισθάνομαι πως είναι δίπλα μου. Οι εικόνες του ποιητή και οι αναφορές στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης δεν μου προκαλούν ούτε το ένα ούτε το άλλο. Απλώς όταν έχω ανάγκη ν’ ακούσω τη φωνή του, μπαίνω στο youtube και τον ακούω να απαγγέλει τη Σονάτα του σεληνόφωτος που είναι και το αγαπημένο μου ποίημα. Τότε σκέφτομαι πόσο τυχερή είμαι που μπορώ να τον ακούω, ενώ άλλα παιδιά που έχουν χάσει τους δικούς τους δεν έχουν αυτή τη δυνατότητα.
Μονόγραμμα : Θεωρείς ότι τον μοιράζεσαι με όλο τον κόσμο; Ότι είναι «πατέρας» όσων ταυτίζονται με το έργο του;
Ρίτσου : Τον πατέρα μου και τη μάνα μου δεν τους μοιράζομαι με κανέναν μια που είμαι μοναχοπαίδι. Σαν αναγνώστρια μπορώ να διαβάζω τον ποιητή όπως και οποιοσδήποτε άλλος αναγνώστης. Αν όσοι ταυτίζονται με το έργο του ποιητή τον θεωρούν ένα είδος πνευματικού πατέρα, αυτό αποτελεί τιμή για το έργο που άφησε πίσω του.
Μονόγραμμα : Τι θυμάσαι από εκείνον; Είτε τον ποιητή Γιάννη Ρίτσο, είτε τον μπαμπά…
Ρίτσου : Για τον ποιητή πολλοί θυμούνται πολλά έτσι δε χρειάζεται να πω κάτι. Για τον μπαμπά θυμάμαι επίσης πολλά αλλά θα πω ένα. Η μαμά μου έπρεπε να πάει για μια δυο μέρες στην Αθήνα, δε θυμάμαι για ποιο λόγο. Μας τηγάνισε λοιπόν κεφτεδάκια για να έχουμε να φάμε όσο θα έλειπε. Την επόμενη μέρα ο μπαμπάς είπε πως οι κεφτέδες δεν τρώγονται κρύοι κι έβαλε μπρος να κάνει μια σάλτσα ντομάτας για να τους εμβαπτίσει. Δεν ξέρω τι μυρωδικά έβαλε μέσα αλλά η κουζίνα μοσχομύριζε και δεν βλέπαμε την ώρα να φάμε. «Πάμε Έρη να κάνουμε μια σύντομη βουτιά στη θάλασσα και γυρνάμε για φαγητό» είπε ο μπαμπάς και πήγαμε. Μόνο που ξεχάσαμε να κλείσουμε στο μάτι της κουζίνας και στο γυρισμό τα κεφτεδάκια είναι γίνει κάρβουνο. Μεγαλύτερη απογοήτευση στη ζωή μου δεν έχω αισθανθεί. Τόση προσμονή, τέτοια μυρωδιά και να γίνουν όλα κάρβουνο….
Μονόγραμμα : Κλείνοντας, διαβάζεις κάποιο βιβλίο αυτή την περίοδο;
Ρίτσου : Διαβάζω το «εικασία 3ν+1» του Τεύκρου Μιχαηλίδη και επανέρχομαι συχνά πυκνά στα ποιήματα που άφησε πίσω του ο Τσιμάρας Τζανάτος «η βία του βίου».
Αντί επιλόγου…
Η Έρη Ρίτσου, θα μπορούσε άνετα να πατάει πάνω στο επίθετο της και να εμφανίζεται παντού σαν κόρη του Γιάννη Ρίτσου. Να κάνει «καριέρα», απλά επειδή γεννήθηκε κόρη του τεράστιου αυτού ποιητή. Αντί αυτού προτιμάει την ησυχία της Σάμου και την βλέπουμε σπάνια να εμφανίζεται κάπου. Το κάνει όταν εκδίδει κάποιο νέο βιβλίο της πατώντας στην δική της δουλειά. Εκεί ήθελα να σταθώ και εγώ με τις ερωτήσεις μου. Στην ίδια την Έρη και στη δουλειά της. Όσο και να με έτρωγε να ρωτήσω περισσότερα για τον Γιάννη Ρίτσο, προτίμησα να μην το κάνω.
Την ευχαριστώ θερμά που ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση μου.
Τα βιβλία της όλα μπορείτε να τα βρείτε στο ηλεκτρονικό μας κατάστημα πατώντας εδώ :