Όλοι αναρωτιούνταν πώς ήταν δυνατόν να μην πέφτει. Κανείς δεν ήξερε ότι εκεί πάνω δεν ήταν μόνος. Κάθε φορά συγκέντρωνε την προσοχή του σ’ ένα σημείο μπροστά του και έβρισκε πάντα κάποιον ή κάτι που θα τον βοηθούσε να φτάσει στο τέρμα…
Ένα πολύχρωμο σακάκι στο χρώμα του αέρα, ένα λεπτό μπλουζάκι, ένα θαλασσί παντελόνι, ανοιχτόχρωμες κάλτσες. Έπρεπε να μοιάζει με αέρα για να μπορεί να γίνει αέρας …
Ήταν ο καλύτερος σχοινοβάτης στον κόσμο. Δεν σταμάτησε ποτέ, τον αποκαλούσαν μάλιστα “περιπλανώμενο σχοινοβάτη”. Πάντα ταξίδευε, έτοιμος για νέες προκλήσεις και νέα μέρη. Κρυμμένος κυριολεκτικά πίσω από τα ρούχα του, συνήθιζε να ξεκινάει τις εξισορροπητικές κινήσεις του, εκπλήσσοντας θεατές κάθε ηλικίας. Άλλους δύσπιστους και άλλους που τους έλκυαν αυτά τα ελαφριά του βήματα, τα απίστευτα, που ισορροπούσαν ανάμεσα στις στέγες της πόλης.