I once had a girl, or should I say, she once had me…
She showed me her room, isn’t it good, Norwegian wood?
Ο Τόρου Βατανάμπε δε χρειάζεται τη μυρωδιά καμιάς μαντλέν, αρκούν οι στίχοι και η μουσική των Μπιτλς για να ελευθερωθεί η μνήμη, ανεξέλεγκτη, και να ανασύρει κομμάτια του εαυτού της από το μακρινό παρελθόν. Οδηγημένος από τη μελωδία, ο Τόρου θυμάται τη Ναόκο, την πρώτη μεγάλη του αγάπη – και κορίτσι του καλύτερου φίλου του. Η Ναόκο αγαπούσε αυτό το τραγούδι και ποιος μπορεί να πει αν είναι η γυναίκα ή η μουσική -ή και οι δύο- που γεννούν στον Τόρου τις εικόνες της φοιτητικής του ζωής, είκοσι χρόνια πριν, στο Τόκιο, την έντονη εποχή των παθών, του ερωτισμού και του σεξ, αλλά και την εποχή της ματαίωσης, των άτυχων επιθυμιών, της απώλειας.
Είναι η εποχή που εισβάλλει στη ζωή του σαρωτικά η Μιντόρι, η γυναίκα-γρίφος και δίλημμα, η γυναίκα-ορόσημο που έμαθε στον νεαρό Τόρου Βατανάμπε τι σημαίνει να επιλέγεις ανάμεσα στο μέλλον και στο παρελθόν.
Βαθύτατα υπαρξιακός και παράδοξα ρεαλιστής, ο μεγάλος Χαρούκι Μουρακάμι σε αυτό το πιο ανθρώπινο από τα μυθιστορήματά του στήνει μια περίλυπη, νοσταλγική γιορτή για τη χαμένη νιότη και τον έρωτα που γλιστρά συνέχεια, μα δίχως να μας στερεί ποτέ τη γλυκύτητα της προσδοκίας του.